- προπολεμώ
- -έω, Αμσν.πολεμώ εναντίον κάποιουαρχ.1. πολεμώ υπερασπιζόμενος κάποιον2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ προπολεμοῡντεςοι υπερασπιστές, οι πρόμαχοι μιας χώρας3. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προπολεμοῡντο τμήμα τού πληθυσμού που υπερασπίζει τη χώρα4. (η μτχ. ουδ. ενεργ. μέλλ. ως ουσ.) τὸ προπολεμῆσοντο στρατιωτικό σώμα που πρόκειται να πολεμήσει για την υπεράσπιση τής χώρας.
Dictionary of Greek. 2013.