προπολεμώ

προπολεμώ
-έω, Α
μσν.
πολεμώ εναντίον κάποιου
αρχ.
1. πολεμώ υπερασπιζόμενος κάποιον
2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ προπολεμοῡντες
οι υπερασπιστές, οι πρόμαχοι μιας χώρας
3. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προπολεμοῡν
το τμήμα τού πληθυσμού που υπερασπίζει τη χώρα
4. (η μτχ. ουδ. ενεργ. μέλλ. ως ουσ.) τὸ προπολεμῆσον
το στρατιωτικό σώμα που πρόκειται να πολεμήσει για την υπεράσπιση τής χώρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προπολεμῶ — προπολεμέω make war for pres subj act 1st sg (attic epic doric) προπολεμέω make war for pres ind act 1st sg (attic epic doric) προπολεμέω make war for pres subj act 1st sg (attic epic doric) προπολεμέω make war for pres ind act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προπολεμητήριον — τὸ, Α προπύργιο, προμαχώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπολεμῶ + επίθημα τήριον (πρβλ. ὁρμη τήριον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”